- διέκρινες
- διέκρῑνες , διακρίνωseparate one from anotherimperf ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκελετωμένος — σκελετωμένος, η, ο και σκελεθρωμένος, η, ο πολύ ισχνός: Κάτω από τα σχισμένα ρούχα του διέκρινες τα σκελετωμένα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)